- συνεμπίπτω
- Α [ἐμπίπτω]1. πέφτω μέσα μαζί («συνεμπίπτειν εἰς τὸ πῡρ», Λουκιαν.)2. επιτίθεμαι, προσβάλλω μαζί3. (για νόσο) ενσκήπτω ταυτοχρόνως4. γίνομαι ταυτοχρόνως, συμπίπτω («εἴ τι τοιοῡτον συνεμπέσοι αὐτῷ», Αριστοτ.)5. συμβαίνω κατά παρόμοιο τρόπο6. συμπεριλαμβάνομαι7. (στην αστρολογία) έρχομαι συγχρόνως.
Dictionary of Greek. 2013.